μακροχρονίζω

μακροχρονίζω
(AM μακροχρονίζω) [μακροχρόνιος]
ζω ή διαρκώ πολλά χρόνια, γίνομαι μακροχρόνιος
νεοελλ.
παρατείνω μια ενέργεια για μεγάλο χρονικό διάστημα, χρονίζω, χρονοτριβώ, βραδύνω, καθυστερώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακροχρονίσῃ — μακροχρονίζω aor subj mid 2nd sg μακροχρονίζω aor subj act 3rd sg μακροχρονίζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροχρονίσωσιν — μακροχρονίζω aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροχρονώ — μακροχρονῶ, έω (Α) [μακρόχρονος] διαρκώ επί πολύ χρόνο, μακροχρονίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”